• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
in effect adv (to all intents and purposes)στην πραγματικότητα περίφρ
  ουσιαστικά, βασικά επίρ
  στην ουσία περίφρ
 The Internet is, in effect, the most detailed archive of our times.
 Βασικά το ίντερνετ αποτελεί το πιο λεπτομερές αρχείο της εποχής μας.
be in effect v expr (be in operation)ισχύω ρ αμ
  βρίσκομαι σε ισχύ έκφρ
  (καθαρεύουσα)βρίσκομαι εν ισχύ έκφρ
 The new law has been in effect for a year now.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'in effect' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση in effect στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «in effect».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!